μίλτειος

From LSJ
Revision as of 03:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτειος Medium diacritics: μίλτειος Low diacritics: μίλτειος Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΣ
Transliteration A: mílteios Transliteration B: milteios Transliteration C: milteios Beta Code: mi/lteios

English (LSJ)

α, ον,

   A of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσ-ειος)].

Greek Monotonic

μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μίλτειος: из сурика, охры или киновари (στάγμα Anth.).

Middle Liddell

μίλτειος, η, ον μίλτος
red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, Anth.