νεικεστήρ

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεικεστήρ Medium diacritics: νεικεστήρ Low diacritics: νεικεστήρ Capitals: ΝΕΙΚΕΣΤΗΡ
Transliteration A: neikestḗr Transliteration B: neikestēr Transliteration C: neikestir Beta Code: neikesth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.

German (Pape)

[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.

Greek (Liddell-Scott)

νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.

Greek Monolingual

νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ-τήρ, νασ-τήρ].

Greek Monotonic

νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).

Middle Liddell

νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,
one who wrangles with another, c. gen., Hes. [from νεικέω