ὄζος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, Aeol. ὔσδος Sapph.93 :—
A bough, branch, twig, Il.1.234, 2.312, al., Hes.Th.30, Pi.P.4.263, etc. : prop. the knot or eye from which a branch or leaf springs, Arist.Juv.468b25, Thphr.HP1.1.9, Aret.SD 2.9 ; τυφλοὶ ὄ. unproductive eyes, mere knots, Thphr.HP1.8.4 ; σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theoc.17.31 ; σάρκινος ὄ., of the ear, Emp. 99. II metaph., offshoot, scion, ὄ. Ἄρηος, as epith. of famous warriors, Il.2.540, 12.188, al. ; τὼ Θησείδα ὄζω Ἀθηνῶν E.Hec.123 (anap.); χρυσοῦ ὄ. ἀδάμας ἐκλήθη Pl.Ti.59b. (Cf. Goth. asts, Germ. ast : in the phrase ὄζος Ἄρηος ὄ. perh. means follower, servant, cf. ὀζειέα and ἄοζος.)
ὄζος, Cret.,
A = ὅσος, GDI4975,al. (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 295] ὁ, Ast, Zweig, Schößling; ὄζῳ ἐπ' ἀκροτάτῳ, Il. 2, 312; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους, 10, 467; σκῆπτρον οὔποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, 1, 234; εἰλατίνων ὄζων ἔπι, Eur. Bacch. 1068; – ὄζους δρυός, Pind. P. 4, 263; übertr., von Menschen, Sproß, ὄζος Ἄρηος, Il. 2, 540. l 2, 188 u. öfter, wie Eur. I. A. 202; τὼ Θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν, Hec. 125; χρυσοῦ ὄζος ἀδάμας ἐκλήθη, Plat. Tim. 59 b; von Bäumen, Theophr., nach dem es auch allgemein die Stelle am Gewächs ist, aus der ein Ast oder Blatt treibt oder treiben wollte, Auge, Knoten, daher ὄζος τυφλός, wenn der Trieb zurückbleibt, und sich ein Knoten im Holze bildet; τίπτε μετοκλάζεις πωτωμένη ὄζον ἀπ' ὄζου, von Zweig zu Zweig fliegend, Ep. ad. 397 (IX, 209).
Greek (Liddell-Scott)
ὄζος: Αἰολ. ὕσδος, (Σαπφὼ 94), ὁ, κλάδος, κλών, βλαστός, Ἰλ. Α. 234., Β. 312, κτλ., Ἡσ., Πίνδ. κτλ.˙ - κυρίως ὁ κόμβος ἢ ὀφθαλμός, ἐξ οὗ φύεται τὸ φύλλον ἢ ὁ κλάδος, Λατιν. nodus, Ἀριστ. π. Νεότητ. 3. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9˙ τυφλὸς ὄζος, κόμβος, ἢ ὀφθαλμὸς ἄγονος, αὐτόθι, 1. 8, 4˙ σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Θεόφρ. 17. 31˙ - σάρκινος ὄζος, ἐπὶ τοῦ ὠτός, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 9. ΙΙ. μεταφ., βλαστός, ὄζος Ἄρηος, ὡς ἐπίθ. ἀνδρείων πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 540., Μ. 188, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὼ θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν Εὐρ. Ἐκάβ. 125˙ χρυσοῦ ὄζος ἀδάμας ἐκλήθη Πλάτ. Τίμ. 59Β. πρβλ. ἕρνος ΙΙ, θάλος. (Ἐπειδὴ τὸ ὄζος πρέπει νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ Γοτθ. ast (κλάδος), ὁ Κούρτ ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας αὐτοῦ πρὸς τὸ ὅσχος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pousse, branche ; rejeton.
Étymologie: DELG lat. nidus, de la R. *sed-, cf. ἕζομαι.
English (Autenrieth)
shoot, twig; fig., Ἀρηος, ‘scion of Ares,’ Il. 2.540, 745.
English (Slater)
ὄζος
1 branch εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός (P. 4.263)
Greek Monotonic
ὄζος: Αιολ. ὔσδος, ὁ,
I. κλώνος, κλαδί, βλαστάρι, βλαστός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. μεταφ., απόγονος, νεοσσός, ὄζος Ἄρηος, λέγεται για γενναίο πολεμιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τὼ Θησείδα ὄζω Ἀθηνῶν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὄζος: эол. ὔσδος ὁ
1) ветвь, побег (φύλλα καὶ ὄζοι Hom.; ὄ. δρυός Pind.);
2) перен. отпрыск, отрасль, потомок (Ἄρηος Hom.; Ἀθηνῶν Eur.).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: branch, bough, sapling (Il.), also knot in a tree or stem (Thphr.).
Other forms: Aeol. ὔσδος (Sapph., Schwyzer 182)
Compounds: As 2. member e.g. in πέντ-οζος with five knots, as name of the hand (Hes. Op. 742), πεντά-οζος with five knots (Thphr.).
Derivatives: ὀζ-ώδης branchy, having many knots (Thphr., Dsc.), -ωτός branchy, -αλέος id. (AP; nach ἀζαλέος; also after τρηχαλέος?, Debrunner IF 23, 32), -όομαι to put forth branches (Hp., Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [785] *h₃esdos branch
Etymology: Old inherited word for branch, identical with Arm. ost, gen. -oy, Germ., Goth. asts OHG a. NHG ast , IE *osdo-s. Besides with deviating length (IE *ō?) OS MLG ōst knot in wood, knag. -- Since Brugmann IF 19, 379 n. 1 and Grundr.2 II: 2, 816 analysed as *o-sd-o-s sitting (on the stem) , "Ansitzer", from 2. ὀ- (s. v.) and zero grade of sed- in ἵζω (s. ἕζομαι). But because of equally built Lat. nīdus nest from *ni-sd-o-s, prop. "sitting down, place to sit down" rather to be understood with Bloornfield Lang. 3, 213f. as "place to sit on", referring to birds. -- From dimin. ὀζάριον MGr. ἀζάρι, from where NGr. ζαρώνω shrink, contract (Hatzidakis Glotta 11, 176 ff.). The connection with Hitt. hasduir has been given up as its meaning is not quite certain (`weeds, waste'?; Tischler 206).
2. Meaning: in ὄζος Ἄρηος, a nickname of brave heroes (Il.)
See also: s. ἄοζος.
Middle Liddell
!όζος, αεολιξ ὔσδος, ὁ,
I. a bough, branch, twig, shoot, Il., Hes., etc.
II. metaph. an offshoot, scion, ὄζος Ἄρηος, of a famous warrior, Il.; so, τὼ Θησείδα ὄζω Ἀθηνῶν Eur.