ὀξύχολος

From LSJ
Revision as of 04:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠχολος Medium diacritics: ὀξύχολος Low diacritics: οξύχολος Capitals: ΟΞΥΧΟΛΟΣ
Transliteration A: oxýcholos Transliteration B: oxycholos Transliteration C: oksycholos Beta Code: o)cu/xolos

English (LSJ)

ον,

   A quick to anger, Sol.13.26, S.Ant.955 (v.l. for ὀξυχόλως), AP9.127 ; τὸ ὀ. Luc.Fug.19.

German (Pape)

[Seite 355] scharfgallig, jähzornig; Luc. D. D. 24, 2; Ep. ad. 404 (IX, 127) u. sonst. – Adv., Soph. ζεύχθη δ' ὀξυχόλως παῖς ὁ Δρύαντος, Ant. 945.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύχολος: -ον, ταχὺς εἰς ὀργήν, Σόλων 12. 26, Σοφ. Ἀντ. 955 (κατὰ Scaliger ἀντὶ ὀξυχόλως), Ἀνθ. Π. 9. 127· - τὸ ὀξύχολον = ὀξυχολία, Λουκ. Δραπέτ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible (propr. qui a la bile prompte) ; τὸ ὀξύχολον, l’irascibilité.
Étymologie: ὀξύς, χολή.

Greek Monolingual

ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρό-χολος)].

Greek Monotonic

ὀξύχολος: -ον, ευέξαπτος, ευερέθιστος, σε Σόλωνα, Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύχολος: (ῠ) пылкий, горячий или вспыльчивый Soph., Anth.

Middle Liddell

ὀξύ-χολος, ον,
quick to anger, Solon., Soph.