παρακοίτης

From LSJ
Revision as of 05:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοίτης Medium diacritics: παρακοίτης Low diacritics: παρακοίτης Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: parakoítēs Transliteration B: parakoitēs Transliteration C: parakoitis Beta Code: parakoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who lies beside, bedfellow, husband, Il.6.430,8.156, Hes.Th.928.

German (Pape)

[Seite 484] der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte; Il. 6, 430. 8, 156; Hes. Th. 928.

Greek (Liddell-Scott)

παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, σύζυγος, ὁ, Ἰλ. Ζ. 430., Θ. 156, Ἡσ. Θ΄ 928.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: παρά, κοίτη.

English (Autenrieth)

bed-fellow, spouse, husband, Il. 6.430 and Il. 8.156.

Greek Monolingual

ὁ, επικ. τ. θηλ. παράκοιτις, -οίτιδος, Α
αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. χαμαι-κοίτης].

Greek Monotonic

παρακοίτης: -ου, ὁ (κοιτή), αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

παρακοίτης: ου ὁ супруг Hom., Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακοίτης -ου, ὁ [παρά, κοίτη] echtgenoot.

Middle Liddell

παρακοίτης, ου, ὁ, [κοιτή]
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse, Il., Hes.