φιλόκνισος

From LSJ
Revision as of 12:14, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκνῐσος Medium diacritics: φιλόκνισος Low diacritics: φιλόκνισος Capitals: ΦΙΛΟΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: philóknisos Transliteration B: philoknisos Transliteration C: filoknisos Beta Code: filo/knisos

English (LSJ)

ον, (κνίζω)

   A fond of pinching, prurient, AP11.7 (Nic. or Nicarch.).
φῐλό-κνῑσος, ον,

   A delighting in the savour of banquets, Nonn.D.19.179.

German (Pape)

[Seite 1281] gern kneipend, neckend, schäkernd, bes. Freund verliebter Neckereien, Nicand. 1 (XI, 7).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκνῐσος: -ον, (κνίζω) ὁ ἀγαπῶν τὰ γαργαλίσματα, λάγνος, Ἀνθ. Παλατ. 11. 7.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui aime à être frotté, chatouillé.
Étymologie: φίλος, κνίζω.
2ος, ον :
qui aime l’odeur de la graisse des viandes rôties.
Étymologie: φίλος, κνῖσα.

Greek Monolingual

(I)
-ον, ΜΑ
αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ-κνισος].
(II)
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< θ. αορ. κνῐσ- του κνίζω, -ομαι «ερεθίζω, γαργαλώ»)].

Greek Monotonic

φῐλόκνῐσος: -ον (κνίζω), αυτός που αγαπά το τσίμπημα ή το γαργάλημα, λάγνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκνῐσος: любящий почесывание Anth.

Middle Liddell

φῐλό-κνῐσος, ον, κνίζω
fond of pinching, prurient, Anth.