ἐπιθειάζω

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

German (Pape)

[Seite 942] 1) die Götter anrufen, beschwören; Thuc. 2, 75, wo es dem voranstehenden ἐς ἐπιμαρτυρίαν θεῶν κατέστη entspricht; ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, bei den Göttern schwörend, daß sie ihn nicht zurückrufen würden, 8, 53; vgl. Plut. Cam. 18; a. Sp. – 2) göttliches Ansehen geben; ταῦτ' εἰπὼν Θεμιστοκλῆς ἐπεθείασε τῷ λόγῳ διελθὼν τὴν ὄψιν Plut. Them. 28; τὸ δαιμόνιον ἐπιθειάζον ταῖς αὐτοῦ προαιρέσεσι Plut. Gen. Socr. 10; οἱ δὲ ὡς θεοφιλεῖς εἶναι δοκοῖεν, ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα προϊστάμενοι ib. 9, mit göttlichem Glanze umgeben; οἱ δὲ πολλοὶ καταδαρθοῦσιν οἴονται τὸ δαιμόνιον ἀνθρώποις ἐπιθειάζειν, eingeben, ib. 20; – τόπος ἐπιτεθειασμένος, ein geweihter Ort, Poll. 1, 15, wie ἀνήρ, 1, 20. – Auch = in göttlicher Begeisterung ausrufen, prophezeien, ὡς ἡ Θέμις αὐτοῖς ἐπιθειάζουσα ἔφραζεν D. Hal. 1, 31, a. Sp.; – ἐπιτεθειασμένως, Poll. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

1 prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;
2 donner un air ou un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.
Étymologie: ἐπί, θειάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθειάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)
2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)
3. εμπνέω
4. προφητεύω
5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)
6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού
7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. του επιθειάζω].

Greek Monotonic

ἐπιθειάζω: μέλ. -σω,
I. επικαλούμαι το όνομα των θεών ή καλώ τους θεούς ως μάρτυρες, εξορκίζω, εκλιπαρώ, επικαλούμαι πνεύμα, ικετεύω, Λατ. obtestari per deos, σε Θουκ.
II. παρέχω έμπνευση, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθειάζω:
1) призывать богов в свидетели, клясться богами: τοσαῦτα ἐπιθειάσας Thuc. произнеся эти клятвы;
2) заклинать богами (μὴ ποιεῖν τι Thuc.);
3) вдохнуть божественное начало, придать божественную силу (τῷ λόγῳ Plut.); вдохновлять (ἀνθρώποις Plut.);
4) приписывать божественную силу, объявлять божественным знамением (τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
I. to call upon in the name of the gods, to adjure, conjure, Lat. obtestari per deos, Thuc.
II. to lend inspiration, τινί Plut.