Μουνυχία
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ἡ, Munychia, a harbour in Piraeus, Hdt.8.76, Th.2.13, Arist.Ath.19.2, Str.9.1.15:—also Μουνίχιον, τό, Sch.Call.Dian.259; Μουνύχιος, λιμήν Sch.E.Hipp.759: Μουνύχιος, ὁ,
A inhabitant of the place, St.Byz. II epith. of Artemis, who was worshipped there, Call.Dian.259, cf. D.18.107. (In this group Att. Inscrr. almost always have Μουνιχ-, e. g. IG12.310.27,22.1604.72,98, exc. Μουνυχιών ib.471.6 (late iv B. C.), 3.77.26.)
Greek (Liddell-Scott)
Μουνῠχία: ἡ, λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν μεταξὺ Φαλήρου καὶ Πειραιῶς, νῦν Φανάρι, Ἡρόδ. 8. 76, Θουκ. 2. 13· καὶ ἡ χερσόνησος ἡ μεταξὺ τοῦ λιμένος τούτου καὶ τοῦ Πειραιῶς, ἔνθα νῦν ἡ οἰκία Κουμουνδούρου, Στράβ. 395, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σελ. 27, 15., 53, 13., 54, 7. 61, 1, 89, 11, ἔκδ. Blass.: - ὡσαύτως Μουνύχιον, τό, Σχόλ. εἰς Καλλ. Ἄρτ. 259· Μουνύχιος λιμήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 762· - Μουνύχιος, ὁ, κάτοικος τοῦ τόπου τούτου, Στέφ. Βυζ. - Ἀλλὰ πάντα τὰ ἀνωτέρω γραπτέον διὰ τοῦ ι, Μουνιχία, κτλ., ἴδε Meisterh 228, 8· 115, 7, Κόντου Φιλολογ. Ποικ. ἐν Ἀθην. τ. 1, σ. 96, τοῦ αὐτοῦ εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθην. τ. 3, σ. 383 κἑξ. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς ἐκεῖ λατρευομένης Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 259, πρβλ. Δημ. 262, 18.
French (Bailly abrégé)
c. Μουνιχία.
Greek Monolingual
και Μουνιχία, η (Α Μουνυχία)
1. λόφος-χερσόνησος που βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του Πειραιά, σημερινή Καστέλλα, ο οποίος κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν η ακρόπολή του και στον οποίο υπήρχε ομώνυμο ιερό της Αρτέμιδος
2. το λιμάνι που περικλειόταν από τις νοτιοανατολικές ακτές του ομώνυμου λόφου σε σχήμα κόγχης, το τρίτο από τα τρία φυσικά λιμάνια του Πειραιά, σημερ. Τουρκολίμανο
αρχ.
επίθετο της θεάς Αρτέμιδος, η οποία λατρευόταν στη Μουνυχία.
Greek Monotonic
Μουνῠχία: ἡ, Μουνυχία, λιμάνι των Αθηνών, μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Μουνῠχία: ион. Μουνῠχίη ἡ Мунихия
1) полуостров с одноименным портовым городом близ Афин Her., Thuc.;
2) = Ἄρτεμις, как богиня-покровительница порта Мунихия Xen.