άτσαλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄτσαλος, -η, -ον)
1. ακατάστατος, ατημέλητος
2. άπρεπος, άκοσμος
3. βρόμικος
4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος
νεοελλ.
αδέξιος
μσν.
1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος
2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. ατάσθαλος (με αποβολή του –τ– λόγω ανομοιώσεως, με τροπή του -σθ- > -στ- και τέλος με μετάθεση -στ- > -τσ-). Λιγότερο πιθανές θεωρούνται οι ετυμολογίες της λ. < επίθ. ά-σαλος < σαλός ή < ά-καλος < έξαλλος ή < ιταλ. azzele ή < α- στερ. + (περσ.) chāl «βήμα, περπατησιά» (πιθ. μέσω ιδιωματικής, απαρχαιωμένης σήμερα τουρκ. λ.) ή τέλος < τουρκ. acil «βιαστικός»].