αιωρώ

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)
Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω
ΙΙ. μέσ.
1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι
2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι
3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»
νεοελλ.
«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»
αρχ.
Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα
2. κρεμώ, εξαρτώ
3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιου
ΙΙ. μέσ.
1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα
2. εξαρτώμαι, κρέμομαι
3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- του θέματος Fερ- (α-Fερ- > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).
ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.
ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].