ευανθής

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐανθής, -ές)
1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος», Πλάτ.)
2. ανθηρός, θαλερός, ωραίος
αρχ.
1. αυτός που είναι στολισμένος με άνθη
2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα
3. φαιδρός, λαμπρόςχρώμα ευανθές», Πλάτ.)
4. κόκκινος, ροδόχρους («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον χρῶμα», Κλήμ. Αλ.)
5. (για τις πρώτες τρίχες τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) ωραίος, ανθηρός
6. φρ. α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα λαμπρά χρώματα του πτηνού
β) «εὐανθὴς ὀργή» — ευγενικός τρόπος (Πίνδ.)
γ) (για σύγκριση) «ἅλμη εὐανθεστέρα» — άλμη αλμυρότερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανθής (< άνθος), πρβλ. πολυ-ανθής, χλο-ανθής].