ἐφεκτικός
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ή, όν,
A ephectic, able to check or stop, κοιλίας Diph.Siph. ap. Ath.8.355e, Mnesith. ap. eund.2.57d; ἱδρώτων Dsc. 1.30; ἀφροδισίων Gp.12.27.3 (Comp.); σηπεδόνων Dsc.5.109. II practising suspense of judgement, of the Sceptics, Stoic.2.37, Gell.11.5.6, Philostr.VS1.8.4, D.L.Prooem. 16, Syrian.in Metaph.73.16. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7. III Geom., ἐ. τόπος immobile locus, opp. διεξοδικός (q.v.), Apollon.Perg.Fr.22.
German (Pape)
[Seite 1114] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. ἐπέχω. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεκτικός: -ή, -όν, (ἐπέχω) ἱκανὸς νὰ ἐμποδίσῃ ἢ σταματήσῃ, τῆς κοιλίας Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355Ε· σηπεδόνων Διοσκ. 5. 126: ― οἱ σκεπτικοὶ φιλόσοφοι ἐκαλοῦντο ἐφεκτικοί, διότι ἀείποτε ἐπεῖχον, ἤτοι εἶχον ἐκκρεμῆ τὴν ἑαυτῶν γνώμην καὶ δὲν ἤθελον νὰ βεβαιώσωσιν ἢ ν’ ἀρνηθῶσί τι ὁριστικῶς, Gell. 11. 5· ἴδε ἐποχὴ ΙΙ. κἑξ. ― Ἐπίρρ. κῶς Στοβ. Ἐκλογ. 1. 78.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐφεκτικός, -ή, -όν) επέχω
1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος
2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί
δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν
ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)
μσν.
στυπτικός, συσταλτικός
μσν.-αρχ.
ικανός να συγκρατήσει, να σταματήσει, συγκρατητικός («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)
αρχ.
1. κατασταλτικός, θεραπευτικός («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», Διοσκ.)
2. (γεωμ.) φρ. «ἐφεκτικὸς τόπος» — ο ακίνητος τόπος.
επίρρ...
εφεκτικώς (Α εφεκτικώς)
κατά εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω (< επί + ἔχω)
το -φ- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: εφ-εκτικός (< επί + ἑκτικός)].
Russian (Dvoretsky)
ἐφεκτικός: филос. воздерживающийся от суждений (ἀγωγή Sext.).