μαστροπός
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
English (LSJ)
ὁ and ἡ,
A pimp, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, procurer, procuress, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger, Ar.Th.558, Diph.43.22 (both fem.), Luc.Symp.32 (masc.): metaph., X.Smp.4.57 (masc.), Luc.Am.16 (fem.). II as Adj., μάστροπα ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, ready to pander, Man.4.306.
Greek (Liddell-Scott)
μαστροπός: ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) προαγωγεύς, προαγωγός, ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «μαυλιστής, πορνοβοσκὸς» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = προαγωγός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ τύπος μαστρωπὸς εἶναι ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους μαστροπίς, μάστρυς, ματρύλλη, ματρύλη.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui excite à la débauche, débauché.
Étymologie: DELG μαίομαι + .
Greek Monolingual
ο και η (Α μαστροπός)
αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ' οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που γοητεύει, που παρασύρει κάποιον («εὑρέθη δὲ τόλμα τῆς ἐπιθυμίας μαστροπός», Λουκιαν.)
2. ως επίθ. μαστροπός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προαγωγό («μαστροπὰ ἔργα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. της οποίας α' συνθετικό είναι η λ. μαστρός «οικονομικός υπάλληλος», ενώ το β' συνθετικό δεν είναι εξακριβωμένο. Κατά μία άποψη, πολύ λίγο πιθανή, πρόκειται για το ρ. ἕπω, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το θ. του ὄψομαι, του οποίου τα σύνθετα σχηματίζονται σε -ωπός. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για ένα επίθημα της καθομιλουμένης -πος είναι επίσης ελάχιστα πιθανή].
Greek Monotonic
μαστροπός: ὁ και ἡ (μαστήρ), μαστροπός, αυτός που ωθεί στην πορνεία για να αποκομίσει οφέλη, Λατ. leno, lena, σε Αριστοφ.· μεταφ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μαστροπός: ὁ и ἡ сводник, совратитель Arph., Xen.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: procuress
Other forms: also μαστροφός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The usual connection with μαίομαι is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares μάτρυλλος, μάτρυλλα pimp, ματρυλεῖον brothel, μαστρυλλεῖον and μάστρυς pimp; note the variation σ\/ zero.
Middle Liddell
μαστροπός, μαστήρ
a pandar, Lat. leno, lena, Ar.; metaph., Xen.