νεανιεύομαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 4 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Bis Acc</b>" to "Bis Acc")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνῐεύομαι Medium diacritics: νεανιεύομαι Low diacritics: νεανιεύομαι Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: neanieúomai Transliteration B: neanieuomai Transliteration C: neanieyomai Beta Code: neanieu/omai

English (LSJ)

(Act. only in Hsch.), fut.

   A -εύσομαι D.19.242: aor. ἐνεανιευσάμην Id.21.69:—Pass. (v. infr.):—to be a youth, Ph.1.303, Poll. 2.20.    II more freq., act like a hot-headed youth, wilfully or wantonly, swagger, Ar.Fr.827, Lys Fr.324 S.; ν. εἰς τοὺς πολίτας behave so towards... Isoc.20.17, cf. Hyp.Eux.27; ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 482c; νεανιευσάμενος εἰπεῖν with youthful insolence, Plu.Cic.1:— Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his wanton acts, D. 21.18; τὰ ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθέντα Plu.Mar.29.    2 make youthful, i.e. bold, promises, c. Adj. neut., ν. τοιοῦτον, ὡςD.19.194; οὐδ' ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδέν Id.21.69; μέχρι τοῦ λόγου ν. Luc.Bis Acc. 21: c. inf., undertake with youthful spirit, Plu.Dem.3.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνῐεύομαι: μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην αὐτόθι: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Πολυδ. Β΄, 20· πρβλ. νεανισκεύομαι. ΙΙ. ἐν τῇ χρήσει ἀείποτε, πράττω ἢ φέρομαι νεανικῶς, προπετῶς, ἀσκέπτως, τολμηρῶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653· ν. εἴς τινα Ἰσοκρ. 398C, Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 37· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 482C· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτ., τοιοῦτον νεανιεύομαι, δίδω τοιαύτας νεανικὰς ὑποσχέσεις, Δημ. 401. 24· οὐδ’ ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδὲν ὁ αὐτ. 536. 26· νεανιευσάμενος εἰπεῖν, μετὰ νεανικῆς αὐθαδείας, Πλουτ. Κικ. 1· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ μετὰ νεανικοῦ πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3. - Παθ., ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανεανιευμένοις, εἰς ὅλας τὰς νεανικάς του (ἀπερισκέπτους) πράξεις, Δημ. 520. 28· τὰ νεανιευθέντα Πλουτ. Μάρ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύεται· νέου ἔργα πράττει ἢ καυχᾶται, ἢ μεγαλοφρονεῖ ἐπὶ ἀνδρείᾳ, κομπάζει κενῶς, ἢ τολμᾷ». - Τὸ ἐνεργητ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύων· μειρακιευόμενος».

French (Bailly abrégé)

1 agir ou parler en jeune homme, càd avec hardiesse, fougue, imprudence;
2 Pass. τὰ νεανιευθέντα PLUT ou τὰ νενεανιευμένα ISOCR traits de jeunesse, de fougue, d’imprudence.
Étymologie: νεανίας.

Greek Monolingual

νεανιεύομαι (Α) νεανίας
1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία
2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό
3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις
4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ κάτι παράτολμα
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὰ νεανιευθέντα και τὰ νενεανιευμένα
νεανικές απερίσκεπτες πράξεις και λόγια, παιδιαρίσματα
6. (σπαν. το ενεργ.) νεανιεύω
α) (κατά τον Ησύχ.) «νεανιεύων
μειρακιευόμενος»
β) καθιστώ κάτι καινούργιο, ανανεώνω.

Greek Monotonic

νεᾱνῐεύομαι: (νεανίας), αποθ., με Μέσ. μέλ. -εύσομαι· αόρ. αʹ ἐνεανιευσάμην· Παθ. παρακ. νενεανίευμαι — Παθ., ενεργώ όπως ένας θερμοκέφαλος νεαρός, ενεργώ απερίσκεπτα, φιλονικώ, καυχιέμαι, νεανιεύομαι ἐν τοῖς λόγοις, σε Πλάτ.· τοιοῦτον νεανιεύομαι, δίνω τέτοιες νεανικές, δηλ. απερίσκεπτες υποσχέσεις, σε Δημ.· με απαρ., ριψοκινδυνεύω με νεανικό θάρρος, επιχειρώ με νεανικό πνεύμα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις, σε όλες τις νεανικές, απερίσκεπτες ενέργειές του, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνιεύομαι: поддаваться юношескому увлечению, т. е. действовать или говорить сгоряча, поступать необдуманно (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): τὰ νεανιευθέντα Plut. и τὰ νενεανιευμένα Dem., Isocr. юношеские увлечения, необдуманные выходки, мальчишество.

Middle Liddell

νεᾱνῐεύομαι, νεανίας
Dep., to act like a hot-headed youth, to act wantonly, to brawl, swagger, Plat.; τοιοῦτον ν. to make such youthful promises, Dem.:—c. inf. to undertake with youthful spirit, Plut.:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his wanton acts, Dem.