νᾶπυ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
τό, Att.,
A = σίναπι (cf. Phryn.255, Plin.HN19.171; on the accent v. Hdn.Gr.1.354), mustard, ν. Κύπριον Eub.19; ν. βλέπειν Ar. Eq.631: gen. νάπυος Thphr.HP1.12.1: dat. νάπυϊ IG42(1).126.17, 21 (Epid., ii A.D.), Luc.Asin.47.
Greek (Liddell-Scott)
νᾶπυ: τό, = σίναπι (ὅστις εἶναι ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος, Λοβεκ. Φρύνιχ. 288), «σινᾶπι», νᾱπυ Κύπριον Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 1· ν. βλέπειν, ἐπὶ δριμέος καὶ ὀργίλου βλέμματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 631, πρβλ. κάρδαμον· γεν. νάπυος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· δοτ. νάπυϊ Λουκ. Ὄν. 47. (Ὁ τονισμὸς νάπυ εἶναι ἡμαρτημένος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., διότι τὸ ᾰ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν).
French (Bailly abrégé)
-υος, -υϊ (τό) :
moutarde, plante.
Étymologie: cf. σίναπι.
Greek Monolingual
νᾱπυ, -υος, τὸ (Α)
(αττ. τ.) σινάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση της οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ' όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση της αιγυπτιακής τους προελεύσεως (πρβλ. σίλι: σέσελι, σάρι: σίσαρον, που θεωρούνται επίσης αιγυπτιακής προελεύσεως). Κατ' άλλους, συνδέεται με το αρχ. ινδ. sarsapa «μουστάρδα», το οποίο δεν αποκλείεται να είναι δάνεια λ. αυστρονησιακής προελεύσεως (πρβλ. μαλαιικό sawi, sěsawi, sěnawi «μουστάρδα»). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τα νᾶπυ, σίναπι (πρβλ. λατ. nāpus «ραπάνι», sinapi(s) «μουστάρδα»].
Greek Monotonic
νᾶπυ: τό = σινάπι, βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο βλέμμα, σε Αριστοφ.· πρβλ. κάρδαμον.
Russian (Dvoretsky)
νᾶπυ: υος τό (dat. νάπυϊ) горчица Arst., Luc.: ν. βλέπειν Arph. глядеть мрачно, хмуриться.
Frisk Etymological English
-υος Other forms: Also σίναπι.
Derivatives: νάπειον (Nic. Al. 430), after γήτειον, κώνειον
See also: s. σίναπι
Middle Liddell
= σίναπι; ν. βλέπειν Ar.; cf. κάρδαμον.
Frisk Etymology German
νᾶπυ: -υος
{nãpu}
Forms: σίναπι, σίνηπι, auch -απυ, -ηπυ n., -απις f., -ηπυς m., Gen. -εως, -υος (hell. u. sp.)
Grammar: n. (Kom., Hp., Thphr. u.a.),
Meaning: Senf.
Etymology : Von νᾶπυ : νάπειον (Nik. Al. 430), Erweiterung nach γήτειον, κώνειον u.a. Von σίναπι die Deminutiva σινάπιον (EM, Gloss.), -ίδιον (Alex. Trall.), die Adj. σινάπινος aus Senf (Dsk., Gal.), -ηρός mit Senf gewürzt (Pap.) und das Verb σιναπίζω ein Senfpflaster anbringen mit -ισμός (Mediz.). —Einzelheiten zu den griech. Formen bei Björck Alpha impurum 289 f. Fremdwort aus unbekannter Quelle. Wie sich das früher belegte νᾶπυ und das hellenist. σίναπι zueinander verhalten, ist nicht aufgeklärt. Da ähnliche Formdubletten in (angeblich) ägyptischen Wörtern vorkommen (σίλι : σέσελι, σάρι : σίσαρον), wurde auch für νᾶπυ, σίναπι ägyptischer Ursprung vermutet (Hehn Kulturpflanzen 211, André Latomus 15, 296 ff.); ablehnend Mayrhofer Sprache 7, 185 ff. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigen aind. sarṣápa- m. (spätved.) Senf (Lombardo Ist. Lomb. 91, 255 f.) ebenso wie malayische Benennungen des Senfs, sawi, sĕsawi, sĕnawi. Gegen die darauf begründete Hypothese einer austroasiatischen Entlehnung (Przyluski und Régamey BSOS 8, 703ff.) wenden sich sowohl Kretschmer Glotta 27, 249 f. wie Wüst Πῆμα 2,59ff. u. Anthropos 54 (1959) 987f.; auch Mayrhofer a.a.O. — Verfehlt Carnoy REGr. 71, 98 f. — Lat. LW nāpus ‘Steck-, Kohlrübe’ und sināpi(s). s. W.-Hofmann s.vv. m. weiterer Lit.; aus letzterem die germ. Formen, got. sinap(s), ahd. senef usw.
Page 2,289