καταναθεματίζω

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

German (Pape)

[Seite 1365] verwünschen, N. T.

French (Bailly abrégé)

anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.

Greek Monolingual

καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from κατανάθεμα fut. σω
to curse, NTest.

Chinese

原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向下-向上-安置的

字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。

同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵

出現次數:總共(1);太(1)

譯字彙編

1) 發咒(1) 太26:74