ἀλλογενής

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλογενής Medium diacritics: ἀλλογενής Low diacritics: αλλογενής Capitals: ΑΛΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: allogenḗs Transliteration B: allogenēs Transliteration C: allogenis Beta Code: a)llogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A of another race, OGI598, LXX Ge.17.27, al., Ev.Luc. 17.18, Agath.4.5, Ps.-Callisth.3.26.

German (Pape)

[Seite 103] ές, von anderem Volke, LXX, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλογενής: -ές, ἐξ ἄλλου γένους ἢ φυλῆς, ξένος, Ἑβδ., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζϳ, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une autre race, étranger ; pas Juif NT.
Étymologie: ἄλλος, γένος.

English (Strong)

from ἄλλος and γένος; foreign, i.e. not a Jew: stranger.

English (Thayer)

(ες (ἄλλος and γένος), sprung from another race, a foreigner, alien: Sept. (Exodus 12:43, etc.), but nowhere in secular writings.)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλλογενής)
αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].

Greek Monotonic

ἀλλογενής: -ές (γένος), καταγόμενος από άλλη φυλή, ξένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀλλογενής: иноплеменный NT.

Middle Liddell

γένος
of another race, a stranger, NTest.

Chinese

原文音譯:¢llogen»j 阿羅給尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:變更-成為(者)
字義溯源:外來的,陌生的,外國的,外族人;由(ἄλλος)*=別的)與(γένος)=親戚)組成;而 (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。猶太人指猶太人以外的都是外來人,外族人,外國人;他們看撒瑪利亞人就是外族人
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 外族人(1) 路17:18