καταλαλιά

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰλιά Medium diacritics: καταλαλιά Low diacritics: καταλαλιά Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ
Transliteration A: katalaliá Transliteration B: katalalia Transliteration C: katalalia Beta Code: katalalia/

English (LSJ)

ἡ,

   A evil report, slander, LXXWi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.

English (Thayer)

καταλαλιάς, ἡ (κατάλαλος, which see), defamation, evil-speaking: Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)). (Clement of Rome, 1 Corinthians 30,1 [ET]; 35,5 [ET], and ecclesiastical writings; not found in classical Greek.)

Greek Monolingual

η (AM καταλαλιά) καταλαλώ
συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ).

Greek Monotonic

καταλᾰλιά: ἡ, κακή φήμη, συκοφαντία, δυσφήμιση, κακογλωσσιά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταλᾰλιά: ἡ злословие, клевета NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλαλιά -ᾶς, ἡ [κατάλαλος] laster, kwaadsprekerij.

Middle Liddell

καταλᾰλιά, ἡ,
evil report, slander, NTest. [from κατάλᾰλος]

Chinese

原文音譯:katalal⋯a 卡他-拉利阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-說
字義溯源:中傷,誹謗,讒言,毀謗,毀謗話;源自(κατάλαλος)=好說讒言的),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 毀謗話(1) 彼前2:1;
2) 毀謗(1) 林後12:20