грозный
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Russian > Greek
δεινός ;; ζαμενής ;; νεμεσητός ;; νεμεσσητός ;; νεμεσσατός ;; ἀτέραμνος ;; ἰσχυρός ;; βαρυπάλαμος ;; λαμπρός ;; ἴφθιμος ;; γοργωπός ;; φοβερός ;; ἔκπαγλος ;; βλοσυρός ;; σμερδαλέος ;; αἰνός ;; βαρύς ;; ἀνατατικός ;; χαλεπός