ὁμηρέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A meet, ὡμήρησε δέ μοι . . ἄγγελος ὠκύς Od. 16.468 ; expld. by Harp. as = ἀκολουθεῖν in Theopomp.Hist.278, cf. Arist.Fr.76. 2 metaph., accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ion. for -οῦσαι) Hes.Th.39.
German (Pape)
[Seite 330] 1) zusammentreffen, zusammengehen, τινί, mit Einem, Od. 16, 468. – 2) Geißel sein, zum Unterpfande dienen, ἐγγυᾶσθαι erkl. Hesych. Vgl. noch Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηρέω: (ὅμηρος) συναντῶ, συντυγχάνω, ὡμήρησε δέ μοι... ἄγγελος ὠκὺς Ὀδ. Π. 468· ἑρμηνεύεται ὡς = ἀκολουθεῖν ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 318. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ἰων ὁμηροῦσαι), «τῇ φωνῇ συμφωνοῦσαι, ὁμοῦ τῇ φωνῇ λέγουσαι» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 39, ἔνθα ἴδε Cöttling. ΙΙ. = ὁμηρεύω Ι. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rencontrer avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, ἄρω.
English (Autenrieth)
(root ἀρ), aor. ὡμήρησε: meet, Od. 16.468†.
Greek Monotonic
ὁμηρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὡμήρησα (ὅμηρος),·
1. συναντώ, απαντώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., ομοφωνώ, συμφωνώ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ιων. αντί ὁμηροῦσαι, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμηρέω: (= ὁμηρεύω I) встречаться (τινι Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only in ὡμήρησε met (π 468) and in ptc. f. pl. ὁμηρεῦσαι (= -οῦσαι) meeting, agreeing (Hes. Th. 39).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὅμηρος (s.v.); cf. ὁμήρης united, (being) together (Nic.Al. 70), after the σ-stems.
Middle Liddell
ὁμηρέω, ὅμηρος
1. to meet, Od.
2. metaph. to accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (ionic for ὁμηροῦσαι, part. pl. fem.) Hes.
Frisk Etymology German
ὁμηρέω: {homēréō}
Meaning: nur in ὡμήρησε traf zusammen (π 468) und im Ptz. f. pl. ὁμηρεῦσαι (= -οῦσαι) zusammentreffend, übereinstimmend (Hes. Th. 39),
Etymology : von ὅμηρος (s.d.); vgl. ὁμήρης ‘vereinigt, zusammen(seiend)’ (Nik.Al. 70), nach den σ-Stämmen.
Page 2,386