κατακολουθέω

From LSJ
Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκολουθέω Medium diacritics: κατακολουθέω Low diacritics: κατακολουθέω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: katakolouthéō Transliteration B: katakoloutheō Transliteration C: katakoloutheo Beta Code: katakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow after, ὀπίσω τινός LXXJe.17.16, cf. Longus 3.15 codd.: c. gen., Dioxipp.2 (s. v.l.); comply with, εἰ ταῖς τῶν ἀνθρώπων εὐχαῖς ὁ θεὸς κατηκολούθει Epicur.Fr.388; obey, νόμῳ, προστάγμασιν, LXXDa.9.10, 1 Ma.6.23; λόγῳ Plu.Lys.25; follow a historical or philosophical authority, Phld.Rh.2.146S.; Ἀράτῳ, Δημοκρίτῳ, Plb. 2.56.2, Plu.2.1108f; in fortification, κ. ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων Plb.6.42.2; emulate, imitate, ἀδυνάτοις ἐπιβολαῖς Hegetorap.Apollon. Cit.3; κ. τοῖς ἱεροῖς, mistranslation of prosecuisset, as though prosecutus esset, Plu.Cam.5: abs., obey instructions, PAmh.2.31.12 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1355] wie das simplex; Pol. 6, 42, 2 Plut. Lys. 25 u. a. Sp., im eigtl. Sinne u. übertr., εἰ δὲ μιᾷ (τέχνῃ) κατακολουθητέον S. Emp. adv. eth. 175; τῷ νόμῳ, gehorchen, Plut. adv. Stoic. 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολουθέω: ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, Λόγγος 3. 15, Ἑβδ. (Δαν. Θ΄, 10)· ὑπακούω, τῷ νόμῳ Πλουτ. Λύσ. 25· κ. ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, ἐπιζητῶ ὀχυρὰς θέσεις πρὸς στρατοπέδευσιν, Πολύβ. 6. 42, 2·― ῥημ. ἐπίθ. κατακολουθητέον, πρέπει τις νὰ ἀκολουθήσῃ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 186., 11. 175.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’accorder avec;
2 se conformer à, obéir à, τινι.
Étymologie: κατά, ἀκολουθέω.

English (Strong)

from κατά and ἀκολουθέω; to accompany closely: follow (after).

English (Thayer)

κατακολούθω; 1st aorist participle κατακολουθησας; to follow after (see κατά, III:5): τίνι, Sept., Polybius, Plutarch, Josephus, others.)

Greek Monotonic

κατᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ μετά από κάποιον, υπακούω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ακολουθέω volgen; met dat.; overdr. van autoriteit:; φιλοσόφου λόγῳ κ. het woord van een filosoof volgend Plut. Lys. 25.5; als foute vertaling van Latijn volbrengen:. κ. τοῖς ἱεροῖς de offers volbrengen Plut. Cam. 5.6.

Russian (Dvoretsky)

κατακολουθέω:
1) следовать, идти вслед (τινι NT);
2) следовать, сообразоваться (προῃρημένοις τινὸς περί τινος Polyb.; τῷ νόμῳ Plut.; τῇ διανοίᾳ τινός Sext.): κ. ταῖς τῶν τόπον ὀχυρότησιν Polyb. выбирать себе крепкие позиции.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow after, obey, Plut.

Chinese

原文音譯:katakolouqšw 卡特阿可魯帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-不-連接 安置處 相當於: (אַחַר‎ / אַחֲרַי‎)
字義溯源:緊密陪伴,跟隨,跟在後面,接近;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀκολουθέω)=同走一路,跟從)組成;而 (ἀκολουθέω)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(κείρω)X*=路)組成。參讀 (ἀκολουθέω)同義字
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 跟隨(1) 徒16:17;
2) 跟隨著(1) 路23:55