μέτασσαι
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
αἱ,
A = μεταγενεῖς, of lambs, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι, i.e. the early-born, those born later, and the freshlings or late-born, Od.9.221:—also neut. τὰ μέτασσα
A thereafter, h.Merc.125, cf. An.Ox.1.280. (From μετά, after; cf. ἔπισσαι.)
German (Pape)
[Seite 154] αἱ (μέσος, vgl. περισσός u. περί), heißen Od. 9, 221 die jungen Schaafe, Lämmer, welche zwischen den Frühlingen, πρόγονοι, u. Spätlingen, ἕρσαι, in der Mitte stehen, die Mittleren; vgl. 4, 86, wo es heißt τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν; Suid. erkl. τὰ ὕπαρνα πρόβατα, aus Mißverstand der Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
μέτασσαι: -αἱ, ἐν Ὀδ. Ι. 221, ἐπὶ ἀρνῶν καὶ ἐρίφων, = μεταγενεῖς· χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ’ αὖθ’ ἕρσαι, δηλ. χωριστὰ τὰ πρώϊμα, χωριστὰ τὰ ὄψιμα καὶ χωριστὰ τὰ νεογέννητα. (Ἐκ τῆς προθ. μετά· πρβλ. ἔπισσαι (ἐκ τῆς προθ. ἐπί), περισσὸς (ἐκ τῆς προθ. περί).)
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
brebis d’âge moyen.
Étymologie: μετά.
English (Autenrieth)
(μετά): of lambs, ‘middlings,’ i. e. yearlings, summer-lambs, those born in the second of the three bearings of the year, Od. 9.221, see Od. 4.86.
Greek Monolingual
μέτασσαι, αἱ (Α)
(για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα -τι-αι (< IE -tyo-, πρβλ. αρχ. ινδ. apa-tya-, amᾱ-tya-, nitya-), βλ. και λ. ἔπισσα, περισσός.
Greek Monotonic
μέτασσαι: αἱ (μετά), αρνιά που έχουν γεννηθεί στο διάστημα μεταξύ αυτών που καλούνται πρόγονοι (αυτοί που γεννήθηκαν πριν) και αυτών που ονομάζονται ἔρσαι (νεογέννητα, ή αυτά που έχουν γεννηθεί αργότερα).
Russian (Dvoretsky)
μέτασσαι: αἱ μετά I] ягнята среднего возраста (моложе πρόγονοι и старше ἕρσαι) Hom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: lambs born later, i.e. of middle age, between the πρόγονοι and the ἕρσαι (ι221); τὰ μέτασσα n. pl. later (h. Merc. 125 ; Zumbach Neuerungen 27).
Origin: IE [Indo-European] [702] *meth₂-ti̯o-? later born
Etymology: To μέτα like ἔπισσαι daughters born later to ἔπι; so prob. from *μετα-τι̯ο-, f. -τι̯α like Skt. ápa-tya- a. o. (Schulze KZ 40, 414 n. 1 = Kl. Schr. 71 n. 1 [s. also Kl. Schr. 675] after Ebel KZ 1, 302, Bechtel Lex. s. v., Specht Ursprung 197), Benveniste, Origines 82. -- Diff. Giles ClassRev. 3, 3 f. (approving Schwyzer 472 w. n. 2): μετ-ασσαι = μετ-οῦσαι, prop. "being between", archaic zero grade ptc. f. of μετ-εῖναι. Then however both τὰ μέτασσα (for τὰ μετόντα) and ἔπ-ισσαι must be explained as analogical formations.
See also: Vgl. περισσός.
Frisk Etymology German
μέτασσαι: {métassai}
Forms: τὰ μέτασσα n. pl. nachher (h. Merc. 125; Zumbach Neuerungen 27).
Grammar: f. pl.
Meaning: Lämmer mittleren Alters, zwischen den πρόγονοι und den ἕρσαι (ι 221);
Etymology : Zu μέτα wie ἔπισσαι nachgeborene Töchter zu ἔπι; somit wohl aus *μετατι̯ο-, f. -τι̯α wie aind. ápa-tya- u. a. (Schulze KZ 40, 414 A. 1 = Kl. Schr. 71 A. 1 [s. auch Kl. Schr. 675] nach Ebel KZ 1, 302 Bechtel Lex. s. v., Specht Ursprung 197). — Anders Giles ClassRev. 3, 3 f. (zustimmend Schwyzer 472 m. A. 2): μετασσαι = μετοῦσαι, eig. "dazwischen Seiende", altertümliches schwundstufiges Ptz. f. von μετεῖναι. Dann müssen aber sowohl τὰ μέτασσα (für τὰ μετόντα) wie ἔπισσαι als Analogiebildungen erklärt werden. Vgl. περισσός.
Page 2,218