μορμολυκεῖον

From LSJ
Revision as of 17:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμολῠκεῖον Medium diacritics: μορμολυκεῖον Low diacritics: μορμολυκείον Capitals: ΜΟΡΜΟΛΥΚΕΙΟΝ
Transliteration A: mormolykeîon Transliteration B: mormolykeion Transliteration C: mormolykeion Beta Code: mormolukei=on

English (LSJ)

τό,

   A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd.77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10.    2 μ. κωμῳδικόν comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.

Greek (Liddell-Scott)

μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρονπροσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.

Greek Monotonic

μορμολῠκεῖον: τό, = μορμώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).

Middle Liddell

μορμολῠκεῖον, ου, τό, = μορμώ, Plat.] [from μορμολύττομαι