πολύανδρος

From LSJ
Revision as of 18:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠανδρος Medium diacritics: πολύανδρος Low diacritics: πολύανδρος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: polýandros Transliteration B: polyandros Transliteration C: polyandros Beta Code: polu/andros

English (LSJ)

ον, of places,

   A full of men, populous, A.Pers.73 (lyr.), 899 (lyr.); κῶμαι BGU903.10 (ii A. D.): Sup., χωρίον Palaeph.38.    2 of persons, many, numerous, Πέρσαι A.Pers.533 (anap.), cf. Ag.693 (lyr.); ἥβα νέων π. Tim.Pers. 194; δύναμις π. Onos.21.5; π. συμβολή much experience of men, Vett. Val.172.25.    II γυνὴ π. wife of many husbands, Ptol.Tetr. 72; πολύανδρον, τό, prostitution, Ph.1.563; cf. πολυάνδριος 1.

German (Pape)

[Seite 659] viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, πλήρης ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, αὐτόθι 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en hommes, populeux ; en parl. de pers. nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύανδρος, -ον, ΝΑ
1. (για τόπο) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πολυάνθρωπος, πολύ κατοίκητος
2. (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές
νεοελλ.
(για φυτό) αυτό που έχει πολλούς στήμονες
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύανδρον
η πορνεία
3. φρ. «πολύανδρος συμβολή» — πείρα πολλών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εύ-ανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandrous (< πολύανδρος)].

Greek Monotonic

πολύανδρος: -ον (ἀνήρ),·
1. λέγεται για τόπους, αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, είναι γεμάτος με ανθρώπους, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, πολυάριθμος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύανδρος:
1) многолюдный (Ἀσία Aesch.);
2) многочисленный (Πέρσαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύανδρος -ον [πολύς, ἀνήρ] dicht bevolkt, talrijk.

Middle Liddell

πολύ-ανδρος, ον, ἀνήρ
1. of places, with many men, full of men, Aesch.
2. of persons, numerous, Aesch.