προσωφελέω
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
A help, assist besides, contribute to assist, τινας Hdt.9.68; σε PSI4.400.5 (iii B.C.): c. dat., Hdt.9.103, E.Alc.41, Heracl. 330: abs., ib.34, D.H.8.74; μέγα π. ἐς τὸ εὔσαρκον contribute to it, Hp.Art.53:—Pass., ὁ βραχίων τι προσωφελεῖται ἐς εὐσαρκίην gains something towards it, ibid.
German (Pape)
[Seite 790] dazu, dabei, mit helfen, beistehen; τοῖς ἀμηχάνοις, Eur. Heracl. 331; Alc. 42 u. öfter; bes. im Kriege Beistand leisten, τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 103; aber τοὺς φεύγοντας 9, 68; προσωφελητέον, Xen. Ages. 12; Folgde, wie Arr. An. 1, 8; D. Hal. 8, 74, im Kriege Hülfe leisten.
Greek (Liddell-Scott)
προσωφελέω: βοηθῶ, ὠφελῶ προσέτι, συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὡς τὸ ἐπωφελέω, Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ βραχίων τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι πρός…, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir en aide à, τινι ; en parl. de guerre venir au secours de, τινι.
Étymologie: πρός, ὠφελέω.
Greek Monotonic
προσωφελέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προσωφελέω: приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.
Middle Liddell
fut. ήσω
to help or assist besides, contribute to assist, τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like ἐπωφελέω, Hdt., Eur.