στραγγουρία

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγουρία Medium diacritics: στραγγουρία Low diacritics: στραγγουρία Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΑ
Transliteration A: strangouría Transliteration B: strangouria Transliteration C: straggouria Beta Code: straggouri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A strangury, Hp.Aph.3.16 (pl.), al., Ar.V.810, Pl.Ep.358e, Thphr.HP7.6.3, Aret.CA2.9.

German (Pape)

[Seite 950] ἡ, der Harnzwang, wo der Urin nur tropfenweise kommt; Plat. Ep. XI, 358 e, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουρία: ἡ, (οὐρέω) ἐπίσχεσις τῶν οὔρων (ὅταν ταῦτα πίπτωσι κατὰ σταγόνας), «δυσουρία» Ἡσύχ., Ἱππ. Ἀφ. 1247, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 810, Πλάτ. Ἐπιστ. 358Ε· - καὶ στραγγουρέω, πάσχω ἐκ στραγγουρίας, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοτ. Δυν. 38· ὡσαύτως στραγγουριάω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616, Πλάτ. Νόμ. 916Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
strangurie, maladie de ceux qui n’urinent que goutte à goutte.
Étymologie: στράγξ, οὐρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
επώδυνη ούρηση, συχνά κατά σταγόνες, με τεινεσμό, που εμφανίζεται επί φλεγμονών της ουροδόχου κύστεως και της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός «το διά πιέσεως λαμβανόμενο υγρό, σταγόνα» + οὐρία (< οὐρῶ / οὖρον), πρβλ. αιματ-ουρία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. strangūria)].

Greek Monotonic

στραγγουρία: (στράγξ, οὐρέω), κατακράτηση, επίσχεση ούρων, δυσουρία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στραγγουρία: ἡ странгурия, затрудненное мочеиспускание Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουρία -ας, ἡ [στράγξ, οὖρον] strangurie (bemoeilijkte urinelozing), urineretentie.

Middle Liddell

στραγγ-ουρία, ἡ, στράγξ, οὐρέω
retention of the urine, strangury, Ar.