σωφρονιστής
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that chastens or chastises, Th.6.87, Pl.R.471a, D.19.285, etc.; ὁ δῆμος . . ἐκείνων σ. Th.8.48; τῆς γνώμης Id.3.65; ὁ σ. λόγος Lyc.Fr.3; νόμους σ. ἐπί τισι τιθέναι D.H.2.24. II at Athens, superintendents of the youth in the gymnasia, 10 in number, IG22.1156, al., Arist.Ath. 42.2, Pl.Ax.367a.
German (Pape)
[Seite 1062] ὁ, 1) Einer, der Andere besonnen, klug macht, auch bestraft, züchtigt; Thuc. 3, 65 u. öfter; Plat. Rep. V, 471 a. – 2) zu Athen ein Aufseher in den Gymnasien, Plat. Ax. 367 a.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τινα σώφρονα, κολαστής, ὁ τιμωρῶν, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Πολ. 471Α, Δημ., κλπ.· ὁ δῆμος... ἐκείνων σ. Θουκ. 8. 48· τῆς γνώμης ὁ αὐτ. 3. 65· ὁ σ. λόγος Λυκ. παρ’ Ἀθην. 420C· νόμους σωφρ. ἐπί τισι τιθέναι Διον. Ἁλ. 2. 24. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἐπόπται τῶν νέων ἐν τοῖς γυμνασίοις δέκα τὸν ἀριθμόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 214. 17., 262., 271 κἑξ., Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. σ. 60. 20, ἔκδ. Blass· ἴδε Ἑρμάνν. Pol. Ant. 150. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σωφρονίζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.)
2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.
Greek Monotonic
σωφρονιστής: -οῦ, ὁ (σωφρονίζω), αυτός που κάνει κάποιον σώφρονα, που συνετίζει κάποιον, τιμωρός, αυτός που επιβάλλει κολασμό ή τιμωρία σε κάποιον, προκειμένου να τον σωφρονίσει, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονιστής -οῦ, ὁ [σωφρονίζω] terechtwijzer, vermaner, zedenmeester. mv. οἱ σωφρονισταί college van 10 zedenmeesters in Athene, die de epheben\n onder hun hoede hadden.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστής: οῦ ὁ
1) Thuc., Plat., Dem. = σωφρονιστήρ;
2) (в афинских гимнасиях) воспитатель, наставник, надзиратель Plat.
Middle Liddell
σωφρονιστής, οῦ, ὁ, σωφρονίζω
one that makes temperate, a chastener, chastiser, Thuc., Plat., etc.