ἀδιάλυτος

From LSJ
Revision as of 11:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλῠτος Medium diacritics: ἀδιάλυτος Low diacritics: αδιάλυτος Capitals: ΑΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: adiálytos Transliteration B: adialytos Transliteration C: adialytos Beta Code: a)dia/lutos

English (LSJ)

ον,

   A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2.    II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4.    III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: ἀ, διαλύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indisoluble lo divino op. a lo mortal, Pl.Phd.80b, ἕνωσις Ph. en Eus.PE 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, δεσμός Procl.in Ti.1.314.14
incorrupto τὸ σῶμα Procl.in R.2.153.
2 indestructible στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.Ep.[2] 54.6, γῆ Epicur.Nat.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible πολεμεῖν Plb.18.37.4.

Greek Monotonic

ἀδιάλῠτος: -ον (διαλύω), αδιάλυτος, αδιάλλακτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάλῠτος:
1) неразложимый, неразрушимый (τὸ θεῖν Plat.);
2) нерасторжимый, неразрывно сплоченный (στῖφος Plut.).

Middle Liddell

διαλύω
undissolved, indissoluble, Plat.