ἐξούλης

From LSJ
Revision as of 15:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξούλης Medium diacritics: ἐξούλης Low diacritics: εξούλης Capitals: ΕΞΟΥΛΗΣ
Transliteration A: exoúlēs Transliteration B: exoulēs Transliteration C: eksoylis Beta Code: e)cou/lhs

English (LSJ)

δίκη, ἡ, (ἐξείλλω) action

   A of ejectment, brought by a plaintiff alleged to have been unlawfully ejected from or dispossessed of property, Phryn.Com.42, Com.Adesp.652, D.30 and 31 tit., cf. Harp. ap.Suid. s.v.    II action of ejectment brought by one who claims property in consequence of a judgement of court and is excluded (ejected) from it by the former defendant or his agent, against a defendant who has seized or refused to surrender property, D.21.81,91,52.16.    III metaph., of an action brought to expel or eject an interloper or trespasser, νόμων [νόμῳ] ἐξούλης λαχεῖν Aristid.Or. 54p.688D.; also ἐξούλης ὑμῖν οὐδ' ἂν εἷς λάχοι τῆς γῆς Id.1.103J. (Mostly found in gen., but τὴν ἐξούλην D.21.44 (codd. opt.); ἐξούλας ἢ γραφὰς ὦφλον And.1.73.)

German (Pape)

[Seite 888] δίκη (ἐξείλλω), nach Harpocrat. sowohl eine Klage gegen denjenigen, durch den Einer gewaltsamer Weise aus dem Besitz einer Sache gedrängt worden (od. an der Benutzung eines ihm zustehenden Rechtes verhindert worden), als auch gegen den, der eine von den Richtern zuerkannte Buße nicht leistet, einen dem Kläger zugesprochenen Besitz vorenthalten hat, s. Böckh's Staatshaush. I S. 404; Meier u. Schömann att. Proc. S. 486 ff. 748 ff.; Dem. 21, 44 (wo Baiter die v. l. ἐποίησεν ὁ νόμος τὴν ἐξούλην δίκην aufgenommen) u. öfter. – Bei Andoc. 1, 73 steht ἢ ἐξούλας ἢ γραφὰς ἢ ἐπιβολὰς ὦφλον. Sonst finden sich keine casus des Wortes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξούλης: δίκη, ἡ, (ἐξείλλω) ὡς παρὰ Ρωμ. τὸ actio unde vi, δίκη ἐξώσεως, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ποαστρίαις» 4. - Κατὰ τὸν Ἀρποκρ. «ἐξούλης: ὄνομα δίκης ἣν ἐπάγουσιν οἱ φάσκοντες ἐξείργεσθαι τῶν ἰδίων κατὰ τῶν ἐξειργόντων· εἴρηται μὲν οὖν τοὔνομα ἀπὸ τοῦ ἐξίλλειν, ὅ ἐστιν ἐξωθεῖν καὶ ἐκβάλλειν, δικάζονται δὲ ἐξούλης κἀπὶ τοῖς ἐπιτιμίοις οἱ μὴ ἀπολαμβάνοντες ἐν τῇ προσηκούσῃ προθεσμίᾳ ὑπερημέρων γενομένων τῶν καταδικασθέντων· οἱ δὲ ἁλόντες ἐξούλης καὶ τῷ ἑλόντι ἐδίδοσαν ἃ ἀφῃροῦντο αὐτόν, καὶ τῷ δημοσίῳ κατετίθεσαν τὰ τιμηθέντα· ἐδικάζετο δὲ ἐξούλης καὶ ὁ χρήστης κατέχειν ἐπιχειρῶν κτῆμα τοῦ χρεωστοῦντος καὶ κωλυόμενος ὑπό τινος· καὶ ἐπεργασίας δέ τις εἰ εἴργοιτο, δίδωσιν ὁ νόμος δικάζεσθαι πρὸς τὸν εἴργοντα ἐξούλης· καὶ περὶ ἀνδραπόδου δὲ παντὸς οὐ φησι τις αὐτῷ μετεῖναι· ταῦτα δὲ σαφῶς Ἰσαῖος διδάσκει καὶ Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Στρατοκλέους ἐξούλης. Δείναρχος μέντοι ἐν τῇ Κροκωνιδῶν διαδικασίᾳ ἰδίως κέχρηται τῷ τῆς ἐξούλης ὀνόματι ἐπὶ τῆς ἱερείας, τῆς μὴ βουλομένης τὰ ἴδια δρᾶν· ὅτι δὲ ἐπὶ παντὸς τοῦ ἐκ τῶν ἰδίων ἐκβαλλομένου τάττεται τοὔνομα καὶ οὐχ ὡς οἴεται Καικίλιος μόνων τῶν ἐκ καταδίκης ὀφειλόντων καὶ Φρύνιχος ἐν Ποαστρίαις δῆλον ποιεῖ», πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν ἡ ἐξούλης δίκη εἶναι ὡς τὸ Λατ. actio rei judicatae, ἤτοι καταγγελία ἐξώσεως γινομένη ὑπό τινος ἀπαιτοῦντος τὴν κατοχὴν κτήματος ἐπιδικασθέντος εἰς αὐτὸν δυνάμει δικαστικῆς ἀποφάσεως, καὶ κωλυομένου ὑπὸ τοῦ πρῴην ἐναγομένου ἢ τοῦ ἐπιτρόπου αὐτοῦ (τοιαύτη ἦτο ἡ κατὰ Ὀνήτορος δίκη, Δημ. 864.1 - 16, πρβλ. 528. 12), καταγγελία ἐναντίον τινὸς αὐθαιρέτως καταλαβόντος ἢ ἀρνουμένου νὰ παραδώσῃ κτῆμα, ὁ αὐτὸς 540. 24., 541.7., 543. 27· πρβλ. Att. Process σελ. 485, 749, κἑξ., Λεξ. Ἀρχαιολογικ. ἐν λ. ἐμβατεία, Βουττμ. Δημ. κατὰ Μηδ. ἐν τῷ Πίνακι. Ἡ μόνη ἐν χρήσει πτῶσις εἶναι ἡ γεν. πλὴν Ἀνδοκ. 10. 15, ἔνθα ὑπάρχει αἰτ. πληθ. ἐξούλας καὶ γραφὰς ὦφλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐξούλης: δίκηἐξειλέω или ἐξείλλω юр. иск о незаконном лишении имущества или о неисполнении судебного приговора по имущественному делу Dem.

Middle Liddell

ἐξούλης, δίκη, ἡ, ἐξείλλω
ἐξούλης δίκη, an action against exclusion, brought by one who was excluded from property by the defendant in a suit, Dem.