ἑστίασις

From LSJ
Revision as of 09:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστίᾱσις Medium diacritics: ἑστίασις Low diacritics: εστίασις Capitals: ΕΣΤΙΑΣΙΣ
Transliteration A: hestíasis Transliteration B: hestiasis Transliteration C: estiasis Beta Code: e(sti/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A feasting, banqueting, entertainment, Th.6.46 (pl.), Pl.R.612a (pl.), D.19.234 ; λόγων ἑ. a banquet of speeches, Pl. Ti.27b ; ἑ. συμφορητός, = ἔρανος, Arist.Pol.1286a29.    II public dinner given by a citizen to his fellow-citizens, as a λειτουργία, ib.1321a37.

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, das Bewirthen, das Geben eines Schmauses, der Schmaus, Thuc. 6, 46; Plat. Rep. I, 352 b; Dem. 19, 234, was 235 erkl. wird τοὺς παρὰ τοῦ Φιλίππου πρέσβεις ἐξένισα; auch übertr., τὴν τῶν λόγων ἑστ. Plat. Tim. 27 b; Plut. – In Athen eine Liturgie, die Speisung der Stammgenossen.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστίᾱσις: -εως, ἡ, τό ἑστιᾶν τινα, φιλεύειν, συμπόσιον, εὐωχία, Θουκ. 6. 46, Πλάτ. Πολ. 612Α, κ. ἀλλ.· λόγων ἑστ., συμπόσιον λόγων, Πλάτ. Τίμ. 27Β· ἑστ. συμφορητός, δι’ ἐράνου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 7. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, μία τῶν τακτικῶν λειτουργιῶν, δημόσιον συμπόσιονγεῦμα διδόμενον ὑπό πολίτου εἰς τούς συμφυλέτας αὑτοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 6, πρβλ. Böckh P. Ε. 2. 221· ἴδε ἑστιάτωρ, ἑστιάω, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ, ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου.

French (Bailly abrégé)

εος (ἡ) :
action de donner un repas, festin.
Étymologie: ἑστιάω.

Greek Monotonic

ἑστίᾱσις: -εως, ἡ, συμπόσιο, συνεστίαση, περιποίηση φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑστίᾱσις: εως ἡ
1) угощение, пиршество Thuc., etc.: ἑ. συμφορητός Arst. (= ἔρανος) обед вскладчину; ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. давать званый пир, угощать; ἡ τῶν λόγων ἑ. Plat. приятная беседа;
2) пир, устраиваемый для членов своей филы (вид λειτουργία в Афинах) Arst.

Middle Liddell


a feasting, banqueting, entertainment, Thuc., Plat. [from ἑστιάω

Spanish > Greek

entretenimiento, diversión, espectáculo