ἐπικοπή

From LSJ
Revision as of 09:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικοπή Medium diacritics: ἐπικοπή Low diacritics: επικοπή Capitals: ΕΠΙΚΟΠΗ
Transliteration A: epikopḗ Transliteration B: epikopē Transliteration C: epikopi Beta Code: e)pikoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting close, pollarding, of trees, Thphr.CP5.17.3.    2. cutting down, felling, μιᾶς ἐπικοπῆς εἶναι fall by a single blow, D.C.38.50, 49.29 (owing to f.l. in Th.5.103).    3. in building, dressing, trimming face of blocks of masonry, ἐπικόπτων τὰς ἐπικοπάς BCH35.43 (Delos), cf. IG 7.3073.71 (Lebad.); ἐ. στρωτήρων ib.4.1484.235 (Epid.).    II. interruption, Philostr.VS2.30.

German (Pape)

[Seite 951] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικοπή: ἡ, ἐπικοπὴ εἶναι ὅταν τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ στέλεχος, «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν ὅταν ἀφαιρεθείσης τῆς κόμης ἐπικόψῃ τις τὸ ἄκρον» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν κτύπημα, Δίων Κ. 38. 50., 49. 29.

Greek Monolingual

ἐπικοπή, ἡ (Α) επικόπτω
1. κόψιμο, αποκοπή
2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων
3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι
4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία
5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά
6. εμπόδιο, κώλυμα.