χιάζω
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
A play the Chian: esp. imitate the Chian musician Democritus, Ar.Fr.912 (anap.), Poll.4.65. II χῑάζω, mark with two lines crossing like a X:—Pass., ζῷα δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένα D.S.2.58: esp. of words or lines in which the critic wishes to point out something remarkable, τὸ δὲ τοιοῦτον κεχίασται Sch.S.Ph.201; χιάζεται ὁ στίχος (in allusion to the word Ἑλένη) Sch.E.Or.81, etc.; absurdly expld. by Eust.1462.41. 2 Rhet., arrange four clauses crosswise, Hermog.Inv.4.3, Porph. in Cat.79.6. 3 make a cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.31 (χιεζοῦμεν codd.). 4 cross out, cancel a document, PFlor.61.65 (i A. D.), POxy.1282.34 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1355] 1) mit einem χ bezeichnen, ein χ als Zeichen des Ungewöhnlichen od. des Verdächtigen, der Unechtheit neben ein Wort, einen Vers setzen, vgl. χ; – Etwas wie ein χ bilden, es kreuzweise setzen, stellen, decussare; dah. vom Wundarzt = einen Kreuzschnitt machen; – durchkreuzen; Sp. – 2) von Χῖος, wie ein Chier handeln, Ar. bei Suid.; bes. die künstliche Manier des Demokrit von Chios in der Tonkunst nachahmen.
French (Bailly abrégé)
1chanter à la mode de Chios, càd exécuter des modulations trop savantes à la façon de Démocritos de Chios.
Étymologie: Χίος.
2I. marquer d’un χ;
II. disposer en forme de χ, càd en croix, particul.
1 t. de rhét. χιαζομένη περίοδος période avec chiasme;
2 t. de méd. faire une incision en croix.
Étymologie: χῖ.
Greek Monolingual
(I)
ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [[χεῑ/χῑ]]
1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ
2. τέμνω σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω
2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο
αρχ.
1. (ρητ.) διατάσσω τέσσερεις προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, χρησιμοποιώ το χιαστό σχήμα
2. διαγράφω, ακυρώνω έγγραφο με χιαστί γραμμές.
(II)
Α Χῑος
1. μιμούμαι τους Χίους
2. (ειδικά) μιμούμαι τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.
Russian (Dvoretsky)
χῑάζω:
I Χῖος петь на хиосский лад Arph.
II [χῖ]
1) помечать крестом: δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένος Diod. отмеченный двумя крестообразно расположенными линиями;
2) рит. (см. χιασμός) располагать хиастически (χιαζομένη περίοδος).