σκίλλα
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
English (LSJ)
ης, ἡ,
A squill, Urginea maritima, Thgn.537, Arist.HA556b4, Thphr.HP7.9.4, Theoc.7.107, Dsc.2.171; used in purificatory rites, Hippon.5, Diph.126.3, Thphr.Char.16.14, SIG968vi(Mytil., iii B.C.), D.Chr.48.17.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, die Meerzwiebel, mit länglicher Bolle; Theogn. 537; Luc. Necyom. 7; sonst σχῖνος, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκίλλα: -ης, -ἡ, «σκιλλοκρόμμυδον» ἄλλως σχῖνος, Θέογν. 537, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 4, Θεόκρ. 7. 107· χρῆσις αὐτῆς ἐγίνετο εἰς τελετὰς ἁγνιστικάς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. Χαρακτ. 16, ἔνθα ἴδε Casaub.― Ὑποκορ. σκιλλάριον, τό, Ἀέτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαμμωνία, θανατηφόρος μυῶν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 377.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
scille, oignon marin, plante.
Étymologie: DELG -.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 80 περίπου είδη που απαντούν σε πολλές εύκρατες περιοχές της Γης
αρχ.
είδος φυτού του γένους σκίλλα, γνωστό με τη λόγια ονομασία Σκίλλα η παράλιος και, σήμερα, ως κρομμυδόσκιλλα, σκιλλοκρομμύδα, ασκίλλα, μπότσικας κ.ά., τους βολβούς του οποίου χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].
Greek Monotonic
σκίλλα: -ης, ἡ, σκιλλοκρέμμυδο, κρεμμύδι της θάλασσας, δηλ. το φυτό σχῖνος, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
σκίλλα: ἡ бот. морской лук Arst., Theocr., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκίλλα, -ης, ἡ zee-ui (plant, Urgea maritima).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: squill (Thgn., Hippon., Arist. etc.).
Derivatives: σκιλλ-ίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsc. a. o.), -ινος made of σ. (Dsc. a. o.), -ώδης σ.-like' (Thphr. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained foreign word; to be rejevted Carnoy REGr. 69, 288 and Ant. class. 24, 23. Lat. LW [loanword] scilla. -- The word is prob. Pre-Greek )*skilya?).
Middle Liddell
σκίλλα, ης, ἡ,
a squill, sea-onion, Theogn., Theocr.
Frisk Etymology German
σκίλλα: {skílla}
Grammar: f.
Meaning: Meerzwiebel (Thgn., Hippon., Arist. usw.)
Derivative: mit σκιλλίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsk. u. a.), -ινος ‘aus σ.’ (Dsk. u. a.), -ώδης ’σ.-ähnlich’ (Thphr. u. a.).
Etymology : Unerklärtes Fremdwort; abzulehnen Carnoy REGr. 69, 288 und Ant. class. 24, 23. Lat. LW scilla.
Page 2,731