δενδροφόρος

From LSJ
Revision as of 13:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφόρος Medium diacritics: δενδροφόρος Low diacritics: δενδροφόρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dendrophóros Transliteration B: dendrophoros Transliteration C: dendroforos Beta Code: dendrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing trees, φάραγξ Theodor. ap. Ath.14.621b; ἄρουρα BGU328i17 (ii A. D.): Sup. -ώτατος Plu.Sull.12; ἡ δ. (sc. γῆ) Ph.2.583.    II in pl., tree-bearers, a guild in the cult of Cybele, μήτηρ δενδροφόρων IGRom.1.614 (Tomi, iii A.D.); freq. in Lat. Inscrr., cf. Lyd.Mens.4.59.

German (Pape)

[Seite 546] 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφόρος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων δένδρα, Ἀθήν. 621Β· ὑπερθ. –ώτατος Πλούτ. Σύλλ. 12:― ἡ δ. (ἐνν. γῆ), Φίλων 2. 583. ΙΙ. =θυρσοφόρος, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des arbres.
Étymologie: δένδρον, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de un lugar que produce árboles, boscoso op. ἄδενδρος de las laderas de los Alpes, Plb.3.55.9, γῆ Str.17.3.23, τήν τ' Ἀκαδήμειαν ἔκειρε, δενδροφορωτάτην <τῶν> προαστείων οὖσαν Plu.Sull.12, ἡ δ. (γῆ) op. αἱ σπειρόμεναι Ph.2.583, cf. 21
plantado con árboles (ἄρουρα) BGU 328.1.17 (II d.C.)
fig. boscoso, peludo φάραγξ del culo, Sotad.2.
2 rom., subst. οἱ δενδροφόροι portadores de árboles o ramos cofrades en el culto de Cibele μήτηρ δενδροφόρων ITomis 83.14 (II/III d.C.), cf. IGBulg.4.1925 (Sérdica II d.C.), collegium dendroforum, CIL 9.939 (Apulia), 1459.9 (Hispinos), 10.5968, 8108, cf. Lyd.Mens.4.59.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δενδροφόρος, -ον)
(για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια
1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη)
γεμάτος δένδρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι
αυτοί που τελούν τη δενδροφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

δενδροφόρος: -ον (φέρω), περιοχή που έχει δέντρα· υπερθ. -ώτατος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροφόρος -ον [δένδρον, φέρω] die bomen voortbrengt.

Russian (Dvoretsky)

δενδροφόρος: богатый деревьями (προάστειον Plut.).

Middle Liddell

φέρω
bearing trees; Sup. -ώτατος, Plut.