διορισμός
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ὁ,
A division, distinction, Pl.Ti.38c, Arist.EN1134b33, Porph.Abst.3.20. II logical distinction, Pl.Plt.282c; definition, Arist.SE168a23, al. III Math., particular enunciation of a problem, Procl. in Euc.p.203 F. 2 statement of limits of possibility of a problem, Apollon.Perg.Con.Praef., Archim.Sph.Cyl.2.4, Phld.Acad.Ind.p.17 M.
Greek (Liddell-Scott)
διορισμός: ὁ, διαίρεσις, διάκρισις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε, Τιμ. 38C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4. ΙΙ. λογική διάκρισις, ὁρισμός, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 6, 1 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 division, distinction;
2 définition.
Étymologie: διορίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I concr.
1 separación (τὸ διάζωμα) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b15.
2 división ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.Ti.38c
•división, lote ἀμετάθετος ... ὁ καθ' ἕκαστα διορισμός Chrysipp.Stoic.2.264.
3 gram. signo gramatical relativo a las pausas y separaciones (como el ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.
4 ret. aforismo, aseveración concreta y significativa Rufin.Fig.42.
II en operaciones intelectuales
1 definición τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’ Arist.SE 168a20, cf. APr.33b30, Thphr.Ign.8.
2 distinción, diferenciación Pl.Plt.282e, ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.Hex.8.3.
3 como parte del desarrollo de una proposición lógica determinación τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.Con.4 praef., cf. Archim.Sph.Cyl.2.4, Procl.in Euc.203.4.
Greek Monolingual
ο (AM διορισμός) διορίζω
νεοελλ.
1. τοποθέτηση προσώπου σε υπηρεσία (συνήθ. δημόσια)
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται ο διορισμός
αρχ.-μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διαίρεση, διάκριση
2. λογική διάκριση
3. μαθ. διαπίστωση για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος
4. η διατύπωση ενός προβλήματος.
ο (AM δωρισμός)
νεοελλ.
χρησιμοποίηση δωρικών λέξεων ή τύπων
αρχ.-μσν.
η χρησιμοποίηση της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
Russian (Dvoretsky)
διορισμός: ὁ
1) разграничение, разделение Arst.;
2) разграничение, различение Plat., Arst., Plut.;
3) установление, определение Plat., Arst., Diog. L., Plut.