διερέσσω

From LSJ
Revision as of 13:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.

   A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.    2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.

Greek Monolingual

διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.

Greek Monotonic

διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διερέσσω: (fut. διερέσω, aor. διήρεσα и διήρεσσα)
1) загребать, грести (χερσί Hom.);
2) размахивать (δαλοῖσι Eur.).

Middle Liddell

fut. -ερέσω aor1 -ήρεσα poet. -ήρεσσα
1. to row about, χερσὶ δ. to swim, Od.
2. c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.