στασιώδης

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιώδης Medium diacritics: στασιώδης Low diacritics: στασιώδης Capitals: ΣΤΑΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: stasiṓdēs Transliteration B: stasiōdēs Transliteration C: stasiodis Beta Code: stasiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A factious, seditious, Arist.Pr.956b29; τὸ κινητικὸν καὶ σ. τῆς δυνάμεως Plb.1.9.6; οἱ στασιωδέστατοι τῶν δημοτικῶν D.H.8.15. Adv. στασιωδῶς, ἔχειν Paraphr.Lyc.128.    2 quarrelsome, X.Mem.2.6.4; πρὸς τοὺς γονεῖς Cat.Cod.Astr.2.187.

German (Pape)

[Seite 930] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) στασιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) ἐριστικός, φιλοτάραχος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 séditieux, factieux;
2 querelleur.
Étymologie: στάσις, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στάσις
1. στασιαστικός, φατριαστικός
2. φιλόνικος.

Greek Monotonic

στᾰσιώδης: -ες, στασιαστικός, αντάρτικος, σε Αριστ.· εριστικός, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιώδης -ες [στάσις] opstandig, oproerig. ruzie-achtig, twistziek.. Xen. Mem. 2.6.4.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιώδης:
1) сварливый Xen.;
2) мятежный, бунтарский (ὄχλος Plut.).

Middle Liddell

στᾰσι-ώδης, ες
factious, Arist.: quarrelsome, Xen.