ὀνομακλήτωρ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ορος, ὁ, (καλέω)
A one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.
German (Pape)
[Seite 349] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας ὀνομαστί, Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.
French (Bailly abrégé)
τορος (ὁ) :
serviteur chargé de nommer à son maître les passants ou les citoyens ; à Rome nomenclator.
Étymologie: ὄνομα, καλέω.
Greek Monolingual
ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ)
υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)].
Greek Monotonic
ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομακλήτωρ: ορος ὁ (лат. nomenclator) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc.
Middle Liddell
ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, καλέω
one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.