Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπτωματικός

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπτωματικός Medium diacritics: συμπτωματικός Low diacritics: συμπτωματικός Capitals: ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symptōmatikós Transliteration B: symptōmatikos Transliteration C: symptomatikos Beta Code: sumptwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accidental, Thphr.HP7.15.1; casual, Gal.9.418. Adv. -κῶς, ἔχειν to be of the nature of coincidences, Thphr.Metaph.28, cf. Ptol.Tetr.105.

German (Pape)

[Seite 990] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt, Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

συμπτωματικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Θεόδ. Στουδ. σ. 414Β. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετ. τῷ ἀνάγκῃ, τὰ μὲν συμπτωματικῶς, τὰ δ’ ἀνάγκῃ Θεοφρ. Μετὰ τὰ Φυσ. 320, 13· ἀντίθετ. τῷ παρατηρητικῶς, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 105.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπτωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύμπτωμα, -ώματος]
αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός»)
2. φρ. α) «συμπτωματικά ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά συστατικά ενός πετρώματος που η παρουσία τους είναι τυχαία και οφείλεται σε κάποιο γεωλογικό ή μεταλλογενετικό φαινόμενο
β) «συμπτωματική θεραπεία»
ιατρ. κάθε θεραπεία που έχει για στόχο της την άμεση καταπολέμηση των συμπτωμάτων μιας νόσου, χωρίς να επηρεάζει την αιτία της
γ) «συμπτωματική νόσος» — αρρώστια που οφείλεται παθολογικά σε άλλη.
επίρρ...
συμπτωματικώς / συμπτωματικῶς ΝΜΑ, και συμπτωματικά Ν
κατά σύμπτωση, τυχαία.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπτωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύμπτωμα, -ώματος]
αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός»)
2. φρ. α) «συμπτωματικά ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά συστατικά ενός πετρώματος που η παρουσία τους είναι τυχαία και οφείλεται σε κάποιο γεωλογικό ή μεταλλογενετικό φαινόμενο
β) «συμπτωματική θεραπεία»
ιατρ. κάθε θεραπεία που έχει για στόχο της την άμεση καταπολέμηση των συμπτωμάτων μιας νόσου, χωρίς να επηρεάζει την αιτία της
γ) «συμπτωματική νόσος» — αρρώστια που οφείλεται παθολογικά σε άλλη.
επίρρ...
συμπτωματικώς / συμπτωματικῶς ΝΜΑ, και συμπτωματικά Ν
κατά σύμπτωση, τυχαία.