κατάπλεος

From LSJ
Revision as of 21:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεος Medium diacritics: κατάπλεος Low diacritics: κατάπλεος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: katápleos Transliteration B: katapleos Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/pleos

English (LSJ)

ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω.

   A quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); [πηλῷ] D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.

German (Pape)

[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.

Greek Monolingual

κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].

Greek Monotonic

κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. , εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλεος: и 3 v. l. = κατάπλεως.

Middle Liddell

κατά-πλεος, ον
gen. ω, quite full, τινος of a thing:— fouled or stained with a thing, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος Xen.