κροκάλη

From LSJ
Revision as of 21:43, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκάλη Medium diacritics: κροκάλη Low diacritics: κροκάλη Capitals: ΚΡΟΚΑΛΗ
Transliteration A: krokálē Transliteration B: krokalē Transliteration C: krokali Beta Code: kroka/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = κρόκη 11, AP7.479 (Theodorid.): pl., sea-shore, beach, E.IA210 (lyr.), AP7.651 (Euph.), 6.186 (Diocl.); κροκάλην… ἠϊόνα ib.7.294 (perh. f.l. for ἠϊόνος) (Tull. Laur.): in late Prose, Agath.2.2.

German (Pape)

[Seite 1511] ἡ, abgerundeter, abgespülter Kiesel am Meeresufer, u. das Ufer selbst; παρὰ κροκάλαις Eur. I. A. 211; öfter in der Anth., wie Phani. 5 (VI, 299); παρ' ἠϊόνων κροκάλαισιν Iul. Diocl. 2 (VI, 186); Σικελική Agath. 57 (X, 14).

Greek (Liddell-Scott)

κροκάλη: ᾰ, ἡ, = κρόκη ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 479· πληθ., «τὰς κρόκας, ὅ ἐστι τὰς αἰγιαλίτιδας ἄμμους αἳ λέγονται καὶ κροκάλαι» (Εὐστ. 855, 51)· παρὰ κροκάλοις δρόμον ἔχοντα Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 211, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Ἀνθ. Π. 6. 186, κτλ.· κροκάλην... ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ ἠιόνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκάλαι· ψῆφοι. ἀκταί. ἄμμος».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bord de la mer, grève.
Étymologie: DELG skr. sárkara « galet, gravier ».

Greek Monolingual

η (Α κροκάλη)
βότσαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)].

Greek Monotonic

κροκάλη: [ᾰ], ἡ, βότσαλο, ταβανοσανίδα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κροκάλη: (ᾰ) ἡ1) голыш, галька: αἰών μ᾽ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον Anth. время обточило меня словно (море) гальку;
2) тж. pl. морской берег, взморье (Σικελική Anth.): παρὰ κροκάλαις Eur. на берегу моря.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκάλη -ης, ἡ kiezelsteen; plur. strand.

Middle Liddell

κροκά˘λη, ἡ,
a pebble, shingle, Anth.