λαλητός

From LSJ
Revision as of 21:53, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλητός Medium diacritics: λαλητός Low diacritics: λαλητός Capitals: ΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lalētós Transliteration B: lalētos Transliteration C: lalitos Beta Code: lalhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A endowed with speech, LXX Jb.38.14.    II talked of, EM588.54.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu λαλέω, auch der sprechen kann, ζῷον, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χάρισμα ἢ τὴν δύναμιν, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΗ΄, 14). ΙΙ. περὶ οὗ γίνεται λόγος, Ἐτυμ. Μέγ. 588. 54

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαλητός, -ή, -όν) λαλώ
νεοελλ.
1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά
φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά
μσν.
1. ονομαστός, περίφημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαλητόν
η ικανότητα λόγου
αρχ.
αυτός που μπορεί να λαλήσει, που έχει την ικανότητα να ομιλεί («λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ γῆς», ΠΔ.).