πλύμα

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλύμα Medium diacritics: πλύμα Low diacritics: πλύμα Capitals: ΠΛΥΜΑ
Transliteration A: plýma Transliteration B: plyma Transliteration C: plyma Beta Code: plu/ma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, (πλύνω)

   A water in which something has been washed, π. ἰχθύων Pl.Com.82, cf. Arist.HA534a27, Nic.Al.258; κρεῶν Gal.18(1).730; π. ἀλεύρου infusion of meal, Hp.Epid.7.80, Acut.(Sp.) 63; πλύματα τοῖς παιδαρίοις PCair.Zen.398.10 (iii B.C.); washings, scum, a by-product of cinnabar, Thphr.Lap.58 (in form πλύσματι); from oilworks, Sammelb.4425 vii 10(ii A. D.).    II metaph., low prostitute, Poll.7.39.—The form πλύσμα is found in some codd. and preferred by Phot.; but πλύμα is guaranteed by metre in Nic.l.c., also by PCair.Zen.l. c.

German (Pape)

[Seite 638] τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.

Greek (Liddell-Scott)

πλύμα: [ῠ], τό, (πλύνω) ὕδωρ ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· κρεῶν Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, ὕδωρ μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ πόρνη, «κατατετριμμένη ἑταίρα» Πολυδ. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου πλύσμα, εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ εἶναι πλύμα ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, ἐπειδὴ ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι εἶναι καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. Κατὰ τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς γραπτέον, πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, το / πλύσμα, ΝΑ πλύνω
1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα
2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό

Russian (Dvoretsky)

πλύμα: атт. * πλύσμα, ατος (ῠ) τό загрязненная вода, помои: τό π. τῶν ἰχθύων Arst. вода, в которой плавали рыбы.