προσεδαφίζω

From LSJ
Revision as of 09:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεδᾰφίζω Medium diacritics: προσεδαφίζω Low diacritics: προσεδαφίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΔΑΦΙΖΩ
Transliteration A: prosedaphízō Transliteration B: prosedaphizō Transliteration C: prosedafizo Beta Code: prosedafi/zw

English (LSJ)

ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται the shield is

   A made fast or solid all round with wreathed snakes, A. Th.496.

German (Pape)

[Seite 757] auf den Boden, die Erde bringen, übh. befestigen, ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Aesch. Spt. 478.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδᾰφίζω: καταρρίπτω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, λαῖλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει Ἀνώνυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 661. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 496, ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, τὸ στρογγύλον τοῦ κύκλου τῆς ἀσπίδος πέπλεκται πλεκτάναις ὄφεων, ἤτοι ἡ ἀσπὶς ἔχει ἐζωγραφημένους κύκλῳ ὄφεις περιπεπλεγμένους, ἴδε Σχολιαστ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

fixer solidement.
Étymologie: πρός, ἔδαφος.

Greek Monolingual

ΝΑ ἐδαφίζω
νεοελλ.
1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος της Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη»)
αρχ.
1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.)
2. φρ. «ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου» — ο περίγυρος της ασπίδας είναι στερεωμένος με το κύριο σώμα της με πλέγματα φιδιών (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προσεδᾰφίζω: μπήγω, ρίχνω στο έδαφος — Παθ., παρακ., κύτοςπροσηδάφισται, η ασπίδα είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσεδᾰφίζω: прикреплять, укреплять: ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται Aesch. обод щита укреплен перевитыми змеями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εδαφίζω een bodemlaag aanbrengen op, met acc.; perf. pass.. ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται het holle schild is rondom van een laag kronkelende slangen voorzien Aeschl. Sept. 496.

Middle Liddell


to fasten to the ground: Pass., perf., κύτος προσηδάφισται the shield is made solid, Aesch.