προσλάμπω

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλάμπω Medium diacritics: προσλάμπω Low diacritics: προσλάμπω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΜΠΩ
Transliteration A: proslámpō Transliteration B: proslampō Transliteration C: proslampo Beta Code: prosla/mpw

English (LSJ)

   A shine upon, Pl.R.617a:—Pass., τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1.

German (Pape)

[Seite 772] dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι, Plut. plac. phil. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσλάμπω: λάμπω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.

French (Bailly abrégé)

briller sur, illuminer ; Pass. recevoir la lumière de, avec ὑπό τινος.
Étymologie: πρός, λάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη σε κάτι ή πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

προσλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσλάμπω: бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λάμπω verlichten, schijnen op.

Middle Liddell

fut. ψω
to shine with or upon, Plat.