συγκαταίρω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.
German (Pape)
[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.
French (Bailly abrégé)
aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.
Greek Monolingual
Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].
Greek Monotonic
συγκαταίρω: προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταίρω: (о кораблях) вместе причаливать, одновременно прибывать, приплывать (πρὸς τὸ στρατόπεδον Plut.).