σφέλας

From LSJ
Revision as of 12:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφέλᾰς Medium diacritics: σφέλας Low diacritics: σφέλας Capitals: ΣΦΕΛΑΣ
Transliteration A: sphélas Transliteration B: sphelas Transliteration C: sfelas Beta Code: sfe/las

English (LSJ)

τό,

   A footstool, Od.18.394: Ep. pl. σφέλα 17.231; dat. σφέλαϊ A.R.3.1159.    II pedestal of a statue, Schwyzer 760 (Delos, vi B.C.).    III hollow block of wood, for putting anything into, Nic.Th.644.

Greek (Liddell-Scott)

σφέλας: τό, ὑποπόδιον, Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον τεμάχιον ξύλου ὡς θήκη χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
escabeau, banc.
Étymologie: DELG σφαλός.

English (Autenrieth)

αος, pl. σφέλᾶ: footstool, foot-block, Od. 18.394 and Od. 17.231.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. καθετί που μπαίνει κάτω από τα πόδια κάποιου, υποπόδιο
2. η βάση αγάλματος
3. κοίλο τεμάχιο ξύλου που χρησίμευε ως θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -ας (πρβλ. δέμ-ας). Η σημ. της λ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή σύνδεση της με τη λ. σφαλός «στρογγυλό ξύλο που φυλάκιζε τα πόδια»].

Greek Monotonic

σφέλας: τό, υποπόδιο, σκαμνί, βάθρο, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σφέλας: αος τό (pl. σφέλᾱ) скамеечка, табуретка Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφέλας, τό, ep. plur. σφέλα Od. 17.231 voetenbank, kruk.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: footstool (ρ 231, σ 394, A. R. 1159), socle (Delos VIa), log? (Nic. Th. 644).
Derivatives: Dimin. σφελίσκον n. des. of an instr., prob. stool (Samos IVa). Hypostasis ἐπι-σφελ-ίτης ὁ θρανίτης H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like βρέτας, δέμας a.o. Perh. to σφαλός (s. v. w. lit.). Diff. on the meaning Wahrmann Glotta 6, 145 ff. -- Furnée 351 concludes from the possible connection with σπάλος that the word was Pre-Greek

Middle Liddell

a footstool, Od.: epic pl. σφέλα Od.

Frisk Etymology German

σφέλας: {sphélas}
Grammar: n.
Meaning: Fußschemel (ρ 231, σ 394, A. R. 1159), Sockel (Delos VIa), ‘Holzblock?’ (Nik. Th. 644).
Derivative: Demin. σφελίσκον n. Bez. eines Geräts, wahrsch. Schemel (Samos IVa). Hypostase ἐπισφελίτης·θρανίτης H.
Etymology : Bildung wie βρέτας, δέμας u.a. Vielleicht zu σφαλός (s. d. m. Lit.). Anders über die Bed. Wahrmann Glotta 6, 145 ff.
Page 2,829