σκελετεύω

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετεύω Medium diacritics: σκελετεύω Low diacritics: σκελετεύω Capitals: ΣΚΕΛΕΤΕΥΩ
Transliteration A: skeleteúō Transliteration B: skeleteuō Transliteration C: skeleteyo Beta Code: skeleteu/w

English (LSJ)

   A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126.    II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.

German (Pape)

[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνωφθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: σκελετός.

Greek Monolingual

Α σκελετός
1. ξηραίνω, αποξηραίνω
2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω
3. ταριχεύω, βαλσαμώνω
4. παθ. σκελετεύομαι
α) ξηραίνομαι
β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.