συμψάω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A rake together, συμψήσασα τἀργυρίδιον Eup.113; εὗρεν . . συμψῶντας τὸν ψυγμόν (the corn in the drying place) PPetr.2p.110 (iii B.C.); συμψῆσαι obliterate the traces left by anything in sand, Ar.Nu.975 (anap.); of a rapid river, sweep away, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Hdt.1.189, cf. Iamb. ap. Suid. s.v., Eus.Mynd.63; carry off, arrest a man, PTeb.13.15,48.31 (both ii B.C.):—Pass., to be swept up or away, εὗρον τὸν ψυγμὸν συνεψημένον PRyl.139.11 (i A.D.): aor. -εψήσθην, LXXJe.22.19, 31(48).33.
German (Pape)
[Seite 994] (s. ψάω), zusammenscharren; συμψῆσαι, Ar. Nubb. 962; bes. den Sand; dah. von einem Flusse, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων, Her. 1, 189, mit Sand oder Schlamm bedecken und zu Grunde reißen; u. so Iambl. bei Stob. ecl. phys. 2, 9 p. 416.
Greek (Liddell-Scott)
συμψάω: περισυνάγω, συμψήσασα τἀργυρίδιον Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 42˙ συμψῆσαι, ἐξαλεῖψαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 975˙ ἐπὶ ποταμοῦ ὁρμητικῶς φερομένου, παρασύρω, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Ἰάμβλιχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Εὐσ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. Ι. 416 ― Παθ., ἀόρ. -εψήσθην, παρεσύρθην, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΒʹ, 19., ΛΑʹ, 33).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aplanir en grattant, en raclant;
2 p. anal. aplanir ; faire disparaître en entraînant dans l’eau.
Étymologie: σύν, ψάω.
Greek Monolingual
Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].
Greek Monotonic
συμψάω: μέλ. -ήσω, περισυλλέγω, σαρώνω, επιχώνω, λέγεται για ορμητικό ποταμό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συμψάω:
1) сгребать, заметать следы (на песке) Arph.;
2) (о реке) сносить, уносить, увлекать (с собой) (τὸν ἵππον Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ψάω bij elkaar vegen. Aristoph. Nub. 975. meesleuren. Hdt. 1.189.1.