τυκίζω

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκίζω Medium diacritics: τυκίζω Low diacritics: τυκίζω Capitals: ΤΥΚΙΖΩ
Transliteration A: tykízō Transliteration B: tykizō Transliteration C: tykizo Beta Code: tuki/zw

English (LSJ)

(τύκος)

   A work stones, λίθους Ar.Av.1138.

Greek (Liddell-Scott)

τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.

French (Bailly abrégé)

tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.

Greek Monolingual

ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.

Greek Monotonic

τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).

Middle Liddell

τῠκίζω, τύκος
to work stones, Ar.